- στομαλίμνη
- στομαλίμνηsalt-water lakefem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στομαλίμνη — η, ΝΑ έκταση με ήρεμο, σχεδόν λιμνάζον νερό, που με δίοδο επικοινωνεί με θάλασσα, με λίμνη ή με ποταμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < στόμα + λίμνη] … Dictionary of Greek
στομαλίμνην — στομαλίμνη salt water lake fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στομαλίμνης — στομαλίμνη salt water lake fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στομάλιμνον — τὸ, Α η στομαλίμνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < στομαλίμνη, με αλλαγή γένους] … Dictionary of Greek
λίμνη — Φυσική κοιλότητα (λεκάνη) της επιφάνειας της Γης, γεμάτη γλυκό ή υφάλμυρο νερό. Όταν μια λ. έχει δημιουργηθεί από την τεχνητή απόφραξη μιας κοιλάδας με φράγμα, τότε ονομάζεται τεχνητή λ. Τα περισσότερα χαρακτηριστικά των λ. (βάθος, αλμυρότητα… … Dictionary of Greek
στόμα — (Ανατ.). Το πρώτο τμήμα του πεπτικού συστήματος. Είναι μια κοιλότητα που ορίζεται μπροστά από τα χείλη και πίσω από τον ισθμό του φάρυγγα, δια του οποίου συνεχίζεται στον φάρυγγα. Το σ. διαιρείται από τις οδοντοστοιχίες σ’ ένα εξωτερικό μέρος, το … Dictionary of Greek
στομάλιμνον — neut nom/voc/acc sg στομαλίμνη salt water lake neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)